ὁμάγυρις

ὁμάγυρις
ὁμᾱγῠρις
1 gathering

ἐθέλοντ' ἐς οὐρανοῦ σταθμοὺς ἐλθεῖν μεθ ὁμάγυριν Βελλεροφόνταν Ζηνός I. 7.46


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ομάγυρις — ὁμάγυρις, ἡ (Α) (ποιητ. τ., δωρ. τ.) βλ. ομήγυρις …   Dictionary of Greek

  • ομήγυρη — και ομήγυρις, η (ΑΜ ὁμήγυρις, εως, Α και ιων. τ. γεν. ιος και δωρ. τ. ὁμάγυρις) συγκέντρωση ατόμων, συνάθροιση νεοελλ. σύνολο ατόμων που έχουν συγκεντρωθεί για να ακούσουν μια ομιλία ή για να συζητήσουν («αγαπητή ομήγυρις») αρχ. 1. σύναξη θεών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”